Translation meaning & definition of the word "undue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undue
[Αναίρεση]/əndu/
adjective
1. Not yet payable
- "An undue loan"
- synonym:
- undue
1. Δεν έχει ακόμη πληρωθεί
- "Αδικαιολόγητο δάνειο"
- συνώνυμο:
- αδικαιολόγητοσ
2. Not appropriate or proper (or even legal) in the circumstances
- "Undue influence"
- "I didn't want to show undue excitement"
- "Accused of using undue force"
- synonym:
- undue
2. Δεν είναι κατάλληλο ή κατάλληλο ( ακόμη και νόμιμο) υπό τις περιστάσεις
- "Επιρροή της γυναίκας"
- "Δεν ήθελα να δείξω αδικαιολόγητο ενθουσιασμό"
- "Καταχραστείται για τη χρήση αδικαιολόγητης δύναμης"
- συνώνυμο:
- αδικαιολόγητοσ
3. Lacking justification or authorization
- "Desire for undue private profit"
- "Unwarranted limitations of personal freedom"
- synonym:
- undue ,
- unjustified ,
- unwarranted
3. Ελλείψει αιτιολόγησης ή εξουσιοδότησης
- "Επιθυμία για αδικαιολόγητο ιδιωτικό κέρδος"
- "Αδικαιολόγητοι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας"
- συνώνυμο:
- αδικαιολόγητοσ
4. Beyond normal limits
- "Excessive charges"
- "A book of inordinate length"
- "His dress stops just short of undue elegance"
- "Unreasonable demands"
- synonym:
- excessive ,
- inordinate ,
- undue ,
- unreasonable
4. Πέρα από τα κανονικά όρια
- "Υπερβολικές χρεώσεις"
- "Ένα βιβλίο υπερβολικού μήκους"
- "Το φόρεμά του σταματάει λίγο λιγότερο από την αδικαιολόγητη κομψότητα"
- "Αδικαιολόγητες απαιτήσεις"
- συνώνυμο:
- υπερβολικός ,
- απρόσβλητοσ ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- παράλογοσ