Translation meaning & definition of the word "undocumented" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναγνωρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undocumented
[Ατεκμηρίωτοσ]/əndɑkjəmɛntɪd/
adjective
1. Lacking necessary documents (as for e.g. permission to live or work in a country)
- "Undocumented aliens"
- "Undocumented tax deductions"
- synonym:
- undocumented
1. Έλλειψη απαραίτητων εγγράφων (ας για π.χ. άδεια για ζωή ή εργασία σε μια χώρα)
- "Τεκμηριωμένοι εξωγήινοι"
- "Τεκμηριωμένες φορολογικές εκπτώσεις"
- συνώνυμο:
- μη τεκμηριωμένο
Examples of using
It’s not a bug, it’s an undocumented feature.
Δεν είναι ένα σφάλμα, είναι ένα χαρακτηριστικό χωρίς χαρτιά.
It’s not a bug, it’s an undocumented feature.
Δεν είναι ένα σφάλμα, είναι ένα χαρακτηριστικό χωρίς χαρτιά.
It’s not a bug, it’s an undocumented feature.
Δεν είναι ένα σφάλμα, είναι ένα χαρακτηριστικό χωρίς χαρτιά.