Translation meaning & definition of the word "undivided" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιαίρετη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undivided
[Αδιαίρετοσ]/əndəvaɪdɪd/
adjective
1. Not parted by conflict of opinion
- "Presented an undivided front"
- synonym:
- undivided
1. Δεν χωρίζεται από σύγκρουση απόψεων
- "Παρουσιάστηκε ένα αδιαίρετο μέτωπο"
- συνώνυμο:
- αδιαίρετοσ
2. Not shared by or among others
- "Undivided responsibility"
- synonym:
- undivided
2. Δεν μοιράζεται μεταξύ ή μεταξύ άλλων
- "Ανεξάρτητη ευθύνη"
- συνώνυμο:
- αδιαίρετοσ
3. Not divided among or brought to bear on more than one object or objective
- "Judging a contest with a single eye"
- "A single devotion to duty"
- "Undivided affection"
- "Gained their exclusive attention"
- synonym:
- single(a) ,
- undivided ,
- exclusive
3. Δεν διαιρείται μεταξύ ή φέρεται να επιβαρύνει περισσότερα από ένα αντικείμενο ή στόχο
- "Να κρίνεις έναν διαγωνισμό με ένα μόνο μάτι"
- "Μια αφοσίωση στο καθήκον"
- "Αμέριστη αγάπη"
- "Έχει την αποκλειστική προσοχή τους"
- συνώνυμο:
- μον() ,
- αδιαίρετοσ ,
- αποκλειστικός
4. Not separated into parts or shares
- Constituting an undivided unit
- "An undivided interest in the property"
- "A full share"
- synonym:
- undivided
4. Δεν χωρίζεται σε τμήματα ή μετοχές
- Αποτελώντας μια αδιαίρετη μονάδα
- "Αδιαίρετο ενδιαφέρον για την ιδιοκτησία"
- "Πλήρες μερίδιο"
- συνώνυμο:
- αδιαίρετοσ