Translation meaning & definition of the word "undiscovered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακάλυψε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undiscovered
[Ανεύρετοσ]/əndɪskəvərd/
adjective
1. Not discovered
- "With earth-based telescopes many stars remain undiscovered"
- synonym:
- undiscovered
1. Δεν ανακαλύφθηκε
- "Με τηλεσκόπια που βασίζονται στη γη πολλά αστέρια παραμένουν ανεξερεύνητα"
- συνώνυμο:
- ανεύρετοσ
2. Not yet discovered
- "Undiscovered islands"
- synonym:
- undiscovered ,
- unexplored
2. Δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα
- "Ανακαλυμμένα νησιά"
- συνώνυμο:
- ανεύρετοσ ,
- ανεξερεύνητοσ