Translation meaning & definition of the word "undisciplined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μη πειθαρχημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undisciplined
[Απειθετικοποίητοσ]/əndɪsɪplɪnd/
adjective
1. Not subjected to discipline
- "Undisciplined talent"
- synonym:
- undisciplined
1. Δεν υπόκειται σε πειθαρχία
- "Απεριόριστο ταλέντο"
- συνώνυμο:
- απειθετικοποίητοσ
2. Not subjected to correction or discipline
- "Let her children grow up uncorrected"
- synonym:
- uncorrected ,
- undisciplined
2. Δεν υπόκειται σε διόρθωση ή πειθαρχία
- "Αφήστε τα παιδιά της να μεγαλώσουν χωρίς διόρθωση"
- συνώνυμο:
- μη διορθωμένο ,
- απειθετικοποίητοσ
3. Lacking in discipline or control
- "Undisciplined behavior"
- "Ungoverned youth"
- synonym:
- undisciplined ,
- ungoverned
3. Λείπει η πειθαρχία ή ο έλεγχος
- "Απειθαρχημένη συμπεριφορά"
- "Παντοδύναμη νεολαία"
- συνώνυμο:
- απειθετικοποίητοσ ,
- ακυβέρνητοσ