Translation meaning & definition of the word "undeveloped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπτυγμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undeveloped
[Ανεπτυγμένο]/əndɪvɛləpt/
adjective
1. Not developed
- "Courses in interior design were rare and undeveloped"
- "Undeveloped social awareness"
- synonym:
- undeveloped
1. Δεν αναπτύχθηκε
- "Τα μαθήματα στον εσωτερικό σχεδιασμό ήταν σπάνια και ανεπτυγμένα"
- "Ανεπτυγμένη κοινωνική ευαισθητοποίηση"
- συνώνυμο:
- ανεπτυγμένο
2. Undeveloped or unused
- "Vast unexploited (or undeveloped) natural resources"
- "Taxes on undeveloped lots are low"
- synonym:
- unexploited ,
- undeveloped
2. Ανεπτυγμένο ή αχρησιμοποίητο
- "Τελευταία ανεκμετάλλευτη (ή μη αναπτυγμένοι φυσικοί πόροι της)"
- "Οι φόροι στις μη αναπτυγμένες παρτίδες είναι χαμηλοί"
- συνώνυμο:
- ανεκμετάλλευτοσ ,
- ανεπτυγμένο
Examples of using
The affluence of the United States is often contrasted with the poverty of undeveloped countries.
Η ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών συχνά έρχεται σε αντίθεση με τη φτώχεια των μη αναπτυγμένων χωρών.