Translation meaning & definition of the word "underweight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποβαθμισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Underweight
[Λιποβαρή]/əndərwet/
adjective
1. Being very thin
- "A child with skinny freckled legs"
- "A long scrawny neck"
- synonym:
- scraggy ,
- boney ,
- scrawny ,
- skinny ,
- underweight ,
- weedy
1. Είναι πολύ λεπτός
- "Ένα παιδί με κοκαλιάρικα φακίδες πόδια"
- "Μακρύς λαιμός"
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- μπούνεϊ ,
- αποτυχημένοσ ,
- κοκαλιάρησ ,
- λιποβαρή ,
- ζιζανιοκτόνο
Examples of using
BMI categories (underweight, overweight or obese) from general reading table are inappropriate for athletes, children, the elderly, and the infirm.
Οι κατηγορίες ΔΜΣ (-υπέρβαρες ή παχύσαρκες) από γενικό τραπέζι ανάγνωσης είναι ακατάλληλες για αθλητές, παιδιά, ηλικιωμένους.