Translation meaning & definition of the word "undertake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "υπερβείτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undertake
[Αναλαμβάνω]/əndərtek/
verb
1. Enter upon an activity or enterprise
- synonym:
- undertake ,
- set about ,
- attempt
1. Εισάγετε μια δραστηριότητα ή μια επιχείρηση
- συνώνυμο:
- αναλαμβάνω ,
- περιπλανώμαι ,
- προσπάθεια
2. Accept as a challenge
- "I'll tackle this difficult task"
- synonym:
- undertake ,
- tackle ,
- take on
2. Αποδεχτείτε ως πρόκληση
- "Θα αντιμετωπίσω αυτό το δύσκολο έργο"
- συνώνυμο:
- αναλαμβάνω ,
- αντιμετωπίζω
3. Promise to do or accomplish
- "Guarantee to free the prisoners"
- synonym:
- undertake ,
- guarantee
3. Υπόσχεση να κάνει ή να πετύχει
- "Εγγύηση για την απελευθέρωση των κρατουμένων"
- συνώνυμο:
- αναλαμβάνω ,
- εγγύηση
4. Enter into a contractual arrangement
- synonym:
- contract ,
- undertake
4. Εισάγετε συμβατική ρύθμιση
- συνώνυμο:
- σύμβαση ,
- αναλαμβάνω
5. Accept as a charge
- synonym:
- undertake ,
- take in charge
5. Αποδοχή ως χρέωση
- συνώνυμο:
- αναλαμβάνω ,
- αναλαμβάνω την ευθύνη