Translation meaning & definition of the word "undermine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπονομευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undermine
[Υπονομεύω]/əndərmaɪn/
verb
1. Destroy property or hinder normal operations
- "The resistance sabotaged railroad operations during the war"
- synonym:
- sabotage ,
- undermine ,
- countermine ,
- counteract ,
- subvert ,
- weaken
1. Καταστρέψτε την ιδιοκτησία ή εμποδίστε τις κανονικές λειτουργίες
- "Η αντίσταση σαμποτάρισε τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου"
- συνώνυμο:
- σαμποτάζ ,
- υπονομεύω ,
- συμβουλευτική ,
- αντιπαραβάλλω ,
- υποτάσσω ,
- αποδυναμώνω
2. Hollow out as if making a cave or opening
- "The river was caving the banks"
- synonym:
- cave ,
- undermine
2. Κοίλο έξω σαν να κάνει μια σπηλιά ή το άνοιγμα
- "Το ποτάμι είχε τις όχθες"
- συνώνυμο:
- σπήλαιο ,
- υπονομεύω