Translation meaning & definition of the word "underlying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκείμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Underlying
[Υποβαθμισμένο]/əndərlaɪɪŋ/
adjective
1. In the nature of something though not readily apparent
- "Shortcomings inherent in our approach"
- "An underlying meaning"
- synonym:
- implicit in(p) ,
- inherent ,
- underlying
1. Στη φύση του κάτι, αν και δεν είναι εύκολα εμφανές
- "Ελλείψεις που είναι εγγενείς στην προσέγγισή μας"
- "Υποκείμενη έννοια"
- συνώνυμο:
- σιωπηρός στο() ,
- εγγενής ,
- υποκείμενοσ
2. Located beneath or below
- synonym:
- underlying
2. Βρίσκεται κάτω ή κάτω
- συνώνυμο:
- υποκείμενοσ
3. Being or involving basic facts or principles
- "The fundamental laws of the universe"
- "A fundamental incomatibility between them"
- "These rudimentary truths"
- "Underlying principles"
- synonym:
- fundamental ,
- rudimentary ,
- underlying
3. Είναι ή περιλαμβάνει βασικά γεγονότα ή αρχές
- "Οι θεμελιώδεις νόμοι του σύμπαντος"
- "Θεμελιώδης απαραβίαστο μεταξύ τους"
- "Αυτές οι στοιχειώδεις αλήθειες"
- "Υπό τις αρχές"
- συνώνυμο:
- θεμελιώδης ,
- στοιχειώδησ ,
- υποκείμενοσ