Translation meaning & definition of the word "undergo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπέρβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undergo
[Υποβιβάζω]/əndərgoʊ/
verb
1. Pass through
- "The chemical undergoes a sudden change"
- "The fluid undergoes shear"
- "Undergo a strange sensation"
- synonym:
- undergo
1. Περνώ μέσα
- "Η χημική ουσία υφίσταται μια ξαφνική αλλαγή"
- "Το υγρό υφίσταται διάτμηση"
- "Υπονομεύστε μια παράξενη αίσθηση"
- συνώνυμο:
- υποβάλλομαι