Translation meaning & definition of the word "undefined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απροσδιόριστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Undefined
[Απροσδιόριστοσ]/əndɪfaɪnd/
adjective
1. Not precisely limited, determined, or distinguished
- "An undefined term"
- "Undefined authority"
- "Some undefined sense of excitement"
- "Vague feelings of sadness"
- "A vague uneasiness"
- synonym:
- undefined ,
- vague
1. Δεν είναι ακριβώς περιορισμένη, προσδιορισμένη ή διακεκριμένη
- "Απροσδιόριστος όρος"
- "Απροσδιόριστη αρχή"
- "Κάποια απροσδιόριστη αίσθηση ενθουσιασμού"
- "Ανόητα συναισθήματα θλίψης"
- "Μια αόριστη ανησυχία"
- συνώνυμο:
- απροσδιόριστοσ ,
- ασαφής