Translation meaning & definition of the word "uncover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξεμπλέκει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uncover
[Αποκαλύπτω]/ənkəvər/
verb
1. Make visible
- "Summer brings out bright clothes"
- "He brings out the best in her"
- synonym:
- uncover ,
- bring out ,
- unveil ,
- reveal
1. Κάνω ορατό
- "Καλοκαίρι βγάζει φωτεινά ρούχα"
- "Αναδεικνύει το καλύτερο σε αυτήν"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- βγάζω
2. Remove all or part of one's clothes to show one's body
- "Uncover your belly"
- "The man exposed himself in the subway"
- synonym:
- uncover ,
- expose
2. Αφαιρέστε όλα ή μέρος των ρούχων κάποιου για να δείξει το σώμα του
- "Ανακαλύψτε την κοιλιά σας"
- "Ο άνθρωπος εκτέθηκε στο μετρό"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- εκθέτω