Translation meaning & definition of the word "uncouth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νότος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uncouth
[Ξεστρώματοσ]/ənkuθ/
adjective
1. Lacking refinement or cultivation or taste
- "He had coarse manners but a first-rate mind"
- "Behavior that branded him as common"
- "An untutored and uncouth human being"
- "An uncouth soldier--a real tough guy"
- "Appealing to the vulgar taste for violence"
- "The vulgar display of the newly rich"
- synonym:
- coarse ,
- common ,
- rough-cut ,
- uncouth ,
- vulgar
1. Έλλειψη φινέτσας ή καλλιέργειας ή γεύσης
- "Είχε χονδροειδείς τρόπους αλλά ένα μυαλό πρώτης τάξεως"
- "Συμπεριφορά που τον χαρακτήρισε κοινό"
- "Ένας ανεκμετάλλευτος και άψυχος άνθρωπος"
- "Ένας ακατοίκητος στρατιώτης-ένας πραγματικά σκληρός τύπος"
- "Εμφανίζονται στη χυδαία γεύση για τη βία"
- "Η χυδαία επίδειξη των νεοπλουσίων"
- συνώνυμο:
- χονδροειδήσ ,
- κοινός ,
- τραχύ κόψιμο ,
- απερίσκεπτοσ ,
- χυδαίος