Translation meaning & definition of the word "unconvincing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απερίσκεπτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unconvincing
[Απερίσκεπτοσ]/ənkənvɪnsɪŋ/
adjective
1. Not convincing
- "Unconvincing argument"
- "As unconvincing as a forced smile"
- synonym:
- unconvincing ,
- flimsy
1. Δεν είναι πειστικός
- "Απερίσκεπτο επιχείρημα"
- "Είναι ασυνήθιστο ως αναγκαστικό χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- απαγορεύω ,
- αδύνατοσ
2. Having a probability too low to inspire belief
- synonym:
- improbable ,
- unbelievable ,
- unconvincing ,
- unlikely
2. Έχοντας μια πιθανότητα πολύ χαμηλή για να εμπνεύσει την πίστη
- συνώνυμο:
- απίθανοσ ,
- απίστευτοσ ,
- απαγορεύω ,
- απίθανος
Examples of using
His explanation is unconvincing.
Η εξήγησή του δεν είναι πειστική.