Translation meaning & definition of the word "unconvinced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεριόριστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unconvinced
[Απεριόριστοσ]/ənkənvɪnst/
adjective
1. Lacking conviction
- "I remain unconvinced"
- synonym:
- unconvinced
1. Έλλειψη πεποίθησης
- "Παραμένω απερίσκεπτος"
- συνώνυμο:
- απαράδεκτοσ
Examples of using
Ray was willing to corroborate Gary's story, but the police were still unconvinced that either of them were telling the truth.
Ο Ρέι ήταν πρόθυμος να επιβεβαιώσει την ιστορία του Γκάρι, αλλά η αστυνομία δεν είχε ακόμη πειστεί ότι ένας από αυτούς έλεγε την αλ.