Translation meaning & definition of the word "unconscious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνείδητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unconscious
[Ασυνείδητοσ]/ənkɑnʃəs/
noun
1. That part of the mind wherein psychic activity takes place of which the person is unaware
- synonym:
- unconscious mind ,
- unconscious
1. Αυτό το μέρος του νου όπου λαμβάνει χώρα η ψυχική δραστηριότητα της οποίας το άτομο δεν γνωρίζει
- συνώνυμο:
- ασυνείδητο μυαλό ,
- ασυνείδητοσ
adjective
1. Not conscious
- Lacking awareness and the capacity for sensory perception as if asleep or dead
- "Lay unconscious on the floor"
- synonym:
- unconscious
1. Όχι συνειδητός
- Έλλειψη επίγνωσης και ικανότητας για αισθητηριακή αντίληψη σαν να ήταν κοιμισμένος ή νεκρός
- "Τοποθετήστε αναίσθητο στο πάτωμα"
- συνώνυμο:
- ασυνείδητοσ
2. Without conscious volition
- synonym:
- unconscious
2. Χωρίς συνειδητή θέληση
- συνώνυμο:
- ασυνείδητοσ
3. (followed by `of') not knowing or perceiving
- "Happily unconscious of the new calamity at home"- charles dickens
- synonym:
- unconscious(p)
3. (ακολουθείται από `του ) μη γνωρίζοντας ή αντιλαμβανόμενος
- "Ευτυχώς αναίσθητος της νέας συμφοράς στο σπίτι" - τσαρλς ντίκενς
- συνώνυμο:
- ασυνείδητη()
Examples of using
I was unconscious.
Ήμουν αναίσθητος.
Is Tom unconscious?
Είναι ο Τομ αναίσθητος?
He's unconscious.
Είναι αναίσθητος.