Translation meaning & definition of the word "unconnected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασύνδετο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unconnected
[Ασύνδετοσ]/ənkənɛktɪd/
adjective
1. Not joined or linked together
- synonym:
- unconnected
1. Δεν ενώνονται ή συνδέονται μεταξύ τους
- συνώνυμο:
- ασύνδετοσ
2. Not connected by birth or family
- synonym:
- unconnected
2. Δεν συνδέεται με τη γέννηση ή την οικογένεια
- συνώνυμο:
- ασύνδετοσ
3. Lacking orderly continuity
- "A confused set of instructions"
- "A confused dream about the end of the world"
- "Disconnected fragments of a story"
- "Scattered thoughts"
- synonym:
- confused ,
- disconnected ,
- disjointed ,
- disordered ,
- garbled ,
- illogical ,
- scattered ,
- unconnected
3. Έλλειψη τακτικής συνέχειας
- "Ένα μπερδεμένο σύνολο οδηγιών"
- "Ένα μπερδεμένο όνειρο για το τέλος του κόσμου"
- "Αποσυνδεδεμένα κομμάτια μιας ιστορίας"
- "Διαλυμένες σκέψεις"
- συνώνυμο:
- μπερδεμένος ,
- αποσυνδεδεμένο ,
- αποσυντίθεται ,
- διαταραγμένο ,
- αλληλεπιδρώ ,
- παράλογο ,
- διάσπαρτα ,
- ασύνδετοσ