Translation meaning & definition of the word "uncomplicated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μη περίπλοκο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uncomplicated
[Απλό]/ənkɑmpləketɪd/
adjective
1. Lacking complexity
- "Small and uncomplicated cars for those really interested in motoring"
- "An unsophisticated machine"
- synonym:
- uncomplicated ,
- unsophisticated
1. Έλλειψη πολυπλοκότητας
- "Μικρά και απλά αυτοκίνητα για όσους πραγματικά ενδιαφέρονται για την αυτοκίνηση"
- "Μια μη επανδρωμένη μηχανή"
- συνώνυμο:
- απλούσ ,
- ανεπανάληπτοσ
2. Easy and not involved or complicated
- "An elementary problem in statistics"
- "Elementary, my dear watson"
- "A simple game"
- "Found an uncomplicated solution to the problem"
- synonym:
- elementary ,
- simple ,
- uncomplicated ,
- unproblematic
2. Εύκολο και μη εμπλεκόμενο ή περίπλοκο
- "Ένα στοιχειώδες πρόβλημα στη στατιστική"
- "Στοιχειώδης, αγαπητέ μου γουότσον"
- "Ένα απλό παιχνίδι"
- "Βρήκε μια απλή λύση στο πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- στοιχειώδης ,
- απλός ,
- απλούσ ,
- μη προβληματική