Translation meaning & definition of the word "uncommon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνήθιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uncommon
[Όχι συχνές]/ənkɑmən/
adjective
1. Not common or ordinarily encountered
- Unusually great in amount or remarkable in character or kind
- "Uncommon birds"
- "Frost and floods are uncommon during these months"
- "Doing an uncommon amount of business"
- "An uncommon liking for money"
- "He owed his greatest debt to his mother's uncommon character and ability"
- synonym:
- uncommon
1. Δεν αντιμετωπίζεται συνήθως ή συνήθως
- Ασυνήθιστα μεγάλο σε ποσότητα ή αξιοσημείωτο σε χαρακτήρα ή είδος
- "Ασυνήθιστα πουλιά"
- "Ο παγετός και οι πλημμύρες είναι ασυνήθιστες κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών"
- "Κάνοντας ένα ασυνήθιστο ποσό της επιχείρησης"
- "Μια ασυνήθιστη προτίμηση για τα χρήματα"
- "Οφείλει το μεγαλύτερο χρέος του στον ασυνήθιστο χαρακτήρα και την ικανότητα της μητέρας του"
- συνώνυμο:
- όχι συχνές
2. Marked by an uncommon quality
- Especially superlative or extreme of its kind
- "What is so rare as a day in june"-j.r.lowell
- "A rare skill"
- "An uncommon sense of humor"
- "She was kind to an uncommon degree"
- synonym:
- rare ,
- uncommon
2. Χαρακτηρίζεται από μια ασυνήθιστη ποιότητα
- Ιδιαίτερα υπερθετικό ή ακραίο του είδους του
- "Τι είναι τόσο σπάνιο όσο μια μέρα τον ιούνιο"-τζ.ρ.λόουελ
- "Μια σπάνια ικανότητα"
- "Μια ασυνήθιστη αίσθηση του χιούμορ"
- "Ήταν ευγενικός σε ασυνήθιστο βαθμό"
- συνώνυμο:
- σπάνιος ,
- όχι συχνές
Examples of using
It is not all that uncommon at any rate.
Δεν είναι όλα τόσο ασυνήθιστα σε κάθε περίπτωση.
We sometimes say: "Common sense is quite uncommon."
Μερικές φορές λέμε: "Η κοινή λογική είναι ασυνήθιστη."
Cholera is uncommon in Japan.
Η χολέρα είναι ασυνήθιστη στην Ιαπωνία.