Translation meaning & definition of the word "uncivilized" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολίτιστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uncivilized
[Απολίτιστοσ]/ənsɪvəlaɪzd/
adjective
1. Without civilizing influences
- "Barbarian invaders"
- "Barbaric practices"
- "A savage people"
- "Fighting is crude and uncivilized especially if the weapons are efficient"-margaret meade
- "Wild tribes"
- synonym:
- barbarian ,
- barbaric ,
- savage ,
- uncivilized ,
- uncivilised ,
- wild
1. Χωρίς πολιτιστικές επιρροές
- "Βάρβαροι εισβολείς"
- "Βαρβαρικές πρακτικές"
- "Άγριοι άνθρωποι"
- "Η καταπολέμηση είναι ακατέργαστη και απολίτιστη ειδικά αν τα όπλα είναι αποτελεσματικά" - μαργαρίτα μεάντε
- "Άγριες φυλές"
- συνώνυμο:
- βάρβαροι ,
- βάρβαρος ,
- άγριος ,
- απολίτιστοσ