Translation meaning & definition of the word "uncharted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έναρξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uncharted
[Ανεξερεύνητοσ]/ənʧɑrtɪd/
adjective
1. (of unknown regions) not yet surveyed or investigated
- "Uncharted seas"
- synonym:
- chartless ,
- uncharted ,
- unmapped
1. ( των άγνωστων περιοχώνδ) δεν έχει ακόμη ερευνηθεί ή ερευνηθεί
- "Εκκοκκισμένες θάλασσες"
- συνώνυμο:
- χωρίσ χάρτη ,
- αχαρτογράφητοσ ,
- ανεκμετάλλευτοσ
Examples of using
This territory is uncharted.
Αυτή η περιοχή είναι αχαρτογράφητη.