Translation meaning & definition of the word "unchanging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εναλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unchanging
[Ανεπανάληπτοσ]/ənʧenʤɪŋ/
adjective
1. Conforming to the same principles or course of action over time
- synonym:
- unchanging
1. Συμμόρφωση με τις ίδιες αρχές ή πορεία δράσης με την πάροδο του χρόνου
- συνώνυμο:
- αμετάβλητοσ
2. Showing little if any change
- "A static population"
- synonym:
- static ,
- stable ,
- unchanging
2. Δείχνοντας λίγα αν υπάρχει κάποια αλλαγή
- "Στατικός πληθυσμός"
- συνώνυμο:
- στατικός ,
- σταθερός ,
- αμετάβλητοσ