Translation meaning & definition of the word "unchallenged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευθυγραμμισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unchallenged
[Ανεξέλεγκτοσ]/ənʧælɪnʤd/
adjective
1. Generally agreed upon
- Not subject to dispute
- "The undisputed fact"
- synonym:
- undisputed ,
- unchallenged ,
- unquestioned
1. Γενικά συμφωνήθηκε
- Δεν υπόκειται σε διαφωνία
- "Το αδιαμφισβήτητο γεγονός"
- συνώνυμο:
- αδιαμφισβήτητο ,
- ανεξέλεγκτη ,
- αδιαμφισβήτητοσ