Translation meaning & definition of the word "unbroken" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιάλυτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unbroken
[Ανεπίτρεπτοσ]/ənbroʊkən/
adjective
1. Marked by continuous or uninterrupted extension in space or time or sequence
- "Cars in an unbroken procession"
- "The unbroken quiet of the afternoon"
- synonym:
- unbroken
1. Χαρακτηρίζεται από συνεχή ή αδιάλειπτη επέκταση στο χώρο ή το χρόνο ή την ακολουθία
- "Αυτοκίνητα σε μια αδιάσπαστη πομπή"
- "Η αδιάκοπη ησυχία του απογεύματος"
- συνώνυμο:
- αδιάσπαστοσ
2. Not subdued or trained for service or use
- "Unbroken colts"
- synonym:
- unbroken
2. Δεν υποτάσσεται ή εκπαιδεύεται για υπηρεσία ή χρήση
- "Ασπασμένοι πουλάρια"
- συνώνυμο:
- αδιάσπαστοσ
3. (of farmland) not plowed
- "Unplowed fields"
- "Unbroken land"
- synonym:
- unplowed ,
- unploughed ,
- unbroken
3. ( της γεωργικής γης) δεν οργώνει
- "Ανεπιθύμητα πεδία"
- "Ακατάστατη γη"
- συνώνυμο:
- απροβλημάτιστοσ ,
- αβλαβήσ ,
- αδιάσπαστοσ
4. (especially of promises or contracts) not violated or disregarded
- "Unbroken promises"
- "Promises kept"
- synonym:
- unbroken ,
- kept
4. (ιδιαίτερα υποσχέσεις ή συμβόλαια) δεν παραβιάζεται ή δεν αγνοείται
- "Ανεξέλεγκτες υποσχέσεις"
- "Κρατούνται οι προωθήσεις"
- συνώνυμο:
- αδιάσπαστοσ ,
- διατηρημένοσ
5. Not broken
- Whole and intact
- In one piece
- "Fortunately the other lens is unbroken"
- synonym:
- unbroken
5. Δεν έσπασε
- Ολόκληρη και άθικτη
- Σε ένα κομμάτι
- "Δυστυχώς ο άλλος φακός είναι αδιάσπαστος"
- συνώνυμο:
- αδιάσπαστοσ