Translation meaning & definition of the word "unbridled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανεξέλεγκτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unbridled
[Αγένεια]/ənbraɪdəld/
adjective
1. Not restrained or controlled
- "Unbridled rage"
- "An unchecked temper"
- "Ungoverned rage"
- synonym:
- unbridled ,
- unchecked ,
- uncurbed ,
- ungoverned
1. Δεν είναι συγκρατημένος ή ελεγχόμενος
- "Ανύπαντρη οργή"
- "Μια ανεξέλεγκτη ιδιοσυγκρασία"
- "Πανούργα οργή"
- συνώνυμο:
- ξεδιπλωμένο ,
- ανεξέλεγκτοσ ,
- ανενόχλητοσ ,
- ακυβέρνητοσ