Translation meaning & definition of the word "unbiased" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμερόληπτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unbiased
[Ανεξέλεγκτη]/ənbaɪəst/
adjective
1. Characterized by a lack of partiality
- "A properly indifferent jury"
- "An unbiasgoted account of her family problems"
- synonym:
- indifferent ,
- unbiased ,
- unbiassed
1. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεροληψίας
- "Μια κατάλληλα αδιάφορη κριτική επιτροπή"
- "Μια αδιαπραγμάτευτη αφήγηση των οικογενειακών της προβλημάτων"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος ,
- αμερόληπτοσ ,
- απαραβίαστοσ
2. Without bias
- synonym:
- unbiased ,
- unbiassed
2. Χωρίς προκατάληψη
- συνώνυμο:
- αμερόληπτοσ ,
- απαραβίαστοσ