Translation meaning & definition of the word "unbelieving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απίστευτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unbelieving
[Απίστευτοσ]/ənbəlivɪŋ/
adjective
1. Rejecting any belief in gods
- synonym:
- atheistic ,
- atheistical ,
- unbelieving
1. Απορρίπτοντας κάθε πίστη στους θεούς
- συνώνυμο:
- αθεϊστικόσ ,
- απιστία
2. Holding that only material phenomena can be known and knowledge of spiritual matters or ultimate causes is impossible
- synonym:
- nescient ,
- unbelieving
2. Το να υποστηρίζουμε ότι μόνο υλικά φαινόμενα μπορούν να γίνουν γνωστά και η γνώση πνευματικών θεμάτων ή τελικών αιτιών είναι αδύν
- συνώνυμο:
- νευρικότητα ,
- απιστία
3. Denying or questioning the tenets of especially a religion
- "A skeptical approach to the nature of miracles"
- synonym:
- disbelieving ,
- skeptical ,
- sceptical ,
- unbelieving
3. Αρνείται ή αμφισβητεί τις αρχές ειδικά μιας θρησκείας
- "Μια σκεπτικιστική προσέγγιση στη φύση των θαυμάτων"
- συνώνυμο:
- δυσπιστία ,
- σκεπτικιστικόσ ,
- απιστία