Translation meaning & definition of the word "unbalanced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη ισορροπημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unbalanced
[Ανισόρροποσ]/ənbælənst/
adjective
1. Being or thrown out of equilibrium
- synonym:
- unbalanced ,
- imbalanced
1. Να πεταχτεί ή να εκδιωχθεί από την ισορροπία
- συνώνυμο:
- ανισόρροποσ
2. Affected with madness or insanity
- "A man who had gone mad"
- synonym:
- brainsick ,
- crazy ,
- demented ,
- disturbed ,
- mad ,
- sick ,
- unbalanced ,
- unhinged
2. Επηρεάζεται από την τρέλα ή την τρέλα
- "Ένας άνθρωπος που είχε τρελαθεί"
- συνώνυμο:
- εγκέφαλοσ ,
- τρελός ,
- αποσυμπιεσμένοσ ,
- ενοχλημένος ,
- άρρωστος ,
- ανισόρροποσ ,
- αστείρευτοσ
3. Debits and credits are not equal
- synonym:
- unbalanced
3. Οι χρεώσεις και οι πιστώσεις δεν είναι ίσες
- συνώνυμο:
- ανισόρροποσ