Translation meaning & definition of the word "unawares" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγνωρίζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unawares
[Αποσυνδέει]/ənəwɛrz/
adverb
1. Without forethought or plan
- Inadvertently
- "Came upon the diamond unawares"
- synonym:
- unawares
1. Χωρίς προνοητικότητα ή σχέδιο
- Ακούσια
- "Έφτασε πάνω στο διαμάντι αναγνωρίζει"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
2. Suddenly and unexpectedly
- "Rain caught them unawares"
- "Sorrow comes to all, and to the young it comes with bittered agony because it takes them unawares"- a.lincoln
- synonym:
- unawares
2. Ξαφνικά και απροσδόκητα
- "Ο στέλεχος τους έπιασε ανόητα"
- "Το λύπη έρχεται σε όλους, και στους νέους έρχεται με γεμάτη αγωνία επειδή τους παίρνει ανόητα" - α. λίνκολν
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
3. At a disadvantage
- "I was caught short"
- synonym:
- short ,
- unawares
3. Σε μειονεκτική θέση
- "Με έπιασαν σύντομη"
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- αποφεύγω