Translation meaning & definition of the word "unavailable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη διαθέσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unavailable
[Μη διαθέσιμο]/ənəveləbəl/
adjective
1. Not available or accessible or at hand
- "Fresh milk was unavailable during the emergency"
- "His secretary said he was unavailable for comment"
- synonym:
- unavailable
1. Δεν είναι διαθέσιμη ή προσβάσιμη ή στο χέρι
- "Το φρέσκο γάλα δεν ήταν διαθέσιμο κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης"
- "Η γραμματέας του είπε ότι δεν ήταν διαθέσιμος για σχόλια"
- συνώνυμο:
- μη διαθέσιμο
Examples of using
Tatoeba was temporarily unavailable.
Η Τατίμπα δεν ήταν προσωρινά διαθέσιμη.