Translation meaning & definition of the word "unattractive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη ελκυστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unattractive
[Ελκυστικός]/ənətræktɪv/
adjective
1. Lacking beauty or charm
- "As unattractive as most mining regions"
- synonym:
- unattractive
1. Λείπει η ομορφιά ή η γοητεία
- "Τόσο ελκυστικές όσο οι περισσότερες περιοχές εξόρυξης"
- συνώνυμο:
- μη ελκυστική
2. Lacking power to arouse interest
- "Being unemployed is a most unattractive prospect"
- synonym:
- unattractive
2. Απουσία δύναμης για να προκαλέσει ενδιαφέρον
- "Το να είσαι άνεργος είναι η πιο ελκυστική προοπτική"
- συνώνυμο:
- μη ελκυστική
3. Not appealing to the senses
- "Untempting food"
- synonym:
- unattractive ,
- untempting
3. Δεν είναι ελκυστικό για τις αισθήσεις
- "Απελευθερωτικό φαγητό"
- συνώνυμο:
- μη ελκυστική ,
- απελπισία