Translation meaning & definition of the word "unappealing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απατηλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unappealing
[Ανεμπόδιστοσ]/ənəpilɪŋ/
adjective
1. (of characters in literature or drama) tending to evoke antipathetic feelings
- "All the characters were peculiarly unsympathetic"
- synonym:
- unsympathetic ,
- unappealing ,
- unlikeable ,
- unlikable
1. ( των χαρακτήρων στη λογοτεχνία ή το δράμα) που τείνουν να προκαλούν αντιπαθητικά συναισθήματα
- "Όλοι οι χαρακτήρες ήταν ιδιαίτερα ασυμπαθητικοί"
- συνώνυμο:
- ασυμπαθητική ,
- ανεμπόδιστοσ ,
- διαφορετικά ,
- αναξιόπιστοσ
2. Not able to attract favorable attention
- "They have made the place as unappealing as possible"
- "Was forced to talk to his singularly unappealing hostess"
- synonym:
- unappealing
2. Δεν είναι σε θέση να προσελκύσει ευνοϊκή προσοχή
- "Έχουν κάνει τον τόπο όσο το δυνατόν πιο ανεπανάληπτο"
- "Αναγκάστηκε να μιλήσει με την μοναδικά ανεμπόδιστη οικοδέσποινα του"
- συνώνυμο:
- ανεμπόδιστοσ