Translation meaning & definition of the word "unanimous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ομοφωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unanimous
[Ομόφωνοσ]/junænəməs/
adjective
1. In complete agreement
- "A unanimous decision"
- synonym:
- consentaneous ,
- consentient ,
- unanimous
1. Σε πλήρη συμφωνία
- "Μία ομόφωνη απόφαση"
- συνώνυμο:
- συγκατατεθεί ,
- συναινετικός ,
- ομόφωνος
2. Acting together as a single undiversified whole
- "A solid voting bloc"
- synonym:
- solid ,
- unanimous ,
- whole
2. Ενεργώντας μαζί ως ένα ενιαίο αδιαφοροποίητο σύνολο
- "Ένα σταθερό μπλοκ ψήφου"
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- ομόφωνος ,
- σύνολο