Translation meaning & definition of the word "unafraid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μη φοβισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unafraid
[Άφοβος]/ənəfred/
adjective
1. Oblivious of dangers or perils or calmly resolute in facing them
- synonym:
- unafraid(p) ,
- fearless
1. Αγνοώντας τους κινδύνους ή τους κινδύνους ή ήρεμα αποφασισμένοι να τους αντιμετωπίσουν
- συνώνυμο:
- μη-κορδικ( ,
- ατρόμητος
2. Free from fear or doubt
- Easy in mind
- "He was secure that nothing will be held against him"
- synonym:
- secure ,
- unafraid ,
- untroubled
2. Απαλλαγμένος από το φόβο ή την αμφιβολία
- Εύκολο στο μυαλό
- "Ήταν ασφαλής ότι τίποτα δεν θα κρατηθεί εναντίον του"
- συνώνυμο:
- ασφαλίζω ,
- ανυποφέρω ,
- ανεξέλεγκτη