Translation meaning & definition of the word "unaffected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επηρεάζεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unaffected
[Ανεπηρέαστοσ]/ənəfɛktɪd/
adjective
1. Undergoing no change when acted upon
- "Entirely unaffected by each other's writings"
- "Fibers remained apparently unaffected by the treatment"
- synonym:
- unaffected
1. Δεν υπάρχει καμία αλλαγή όταν ενεργείται
- "Εντελώς ανεπηρέαστος από τα γραπτά του άλλου"
- "Οι ίνες παρέμειναν προφανώς ανεπηρέαστες από τη θεραπεία"
- συνώνυμο:
- ανεπηρέαστοσ
2. Unaware of or indifferent to
- "Insensible to the suffering around him"
- synonym:
- insensible(p) ,
- unaffected(p)
2. Αγνοώντας ή αδιάφορος για
- "Αισθητός για τον πόνο γύρω του"
- συνώνυμο:
- ανεξίτηλο () ,
- μη επηρεασμένη()
3. Emotionally unmoved
- "Always appeared completely unmoved and imperturbable"
- synonym:
- unmoved(p) ,
- unaffected ,
- untouched
3. Συναισθηματικά ασυγκίνητος
- "Πάντα εμφανίστηκε εντελώς ασυγκίνητο και αδιατάρακτο"
- συνώνυμο:
- ασυγκίνητο( ,
- ανεπηρέαστοσ ,
- ανέγγιχτος
4. Free of artificiality
- Sincere and genuine
- "An unaffected grace"
- synonym:
- unaffected
4. Χωρίς τεχνητότητα
- Ειλικρινής και γνήσιος
- "Μια ανεπηρέαστη χάρη"
- συνώνυμο:
- ανεπηρέαστοσ