Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "unacceptable" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαράδεκτο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Unacceptable

[Απαράδεκτοσ]
/ənæksɛptəbəl/

adjective

1. Not adequate to give satisfaction

  • "The coach told his players that defeat was unacceptable"
    synonym:
  • unacceptable

1. Δεν είναι επαρκής για να δώσει ικανοποίηση

  • "Ο προπονητής είπε στους παίκτες του ότι η ήττα ήταν απαράδεκτη"
    συνώνυμο:
  • απαράδεκτο

2. Not acceptable

  • Not welcome
  • "A word unacceptable in polite society"
  • "An unacceptable violation of personal freedom"
    synonym:
  • unacceptable

2. Αποδεκτός

  • Δεν είναι ευπρόσδεκτη
  • "Μια λέξη απαράδεκτη στην ευγενική κοινωνία"
  • "Απαράδεκτη παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας"
    συνώνυμο:
  • απαράδεκτο

3. Used of persons or their behavior

  • "Impossible behavior"
  • "Insufferable insolence"
    synonym:
  • impossible
  • ,
  • insufferable
  • ,
  • unacceptable
  • ,
  • unsufferable

3. Χρησιμοποιείται από άτομα ή τη συμπεριφορά τους

  • "Αδύνατη συμπεριφορά"
  • "Αναίσθητη αφθονία"
    συνώνυμο:
  • αδύνατος
  • ,
  • ανυπόφορος
  • ,
  • απαράδεκτο
  • ,
  • ακατανίκητοσ

4. Not conforming to standard usage

  • "The following use of `access' was judged unacceptable by a panel of linguists
  • `you can access your cash at any of 300 automatic tellers'"
    synonym:
  • unacceptable
  • ,
  • unaccepted

4. Δεν προσαρμόζεται στην τυπική χρήση

  • "Η ακόλουθη χρήση της `πρόσβασης' κρίθηκε απαράδεκτη από μια ομάδα γλωσσολόγων
  • `μπορείτε να έχετε πρόσβαση στα μετρητά σας σε οποιοδήποτε από τα 300 αυτόματα τελειώματα'"
    συνώνυμο:
  • απαράδεκτο

Examples of using

This is totally unacceptable.
Αυτό είναι εντελώς απαράδεκτο.