Translation meaning & definition of the word "umpire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλακτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Umpire
[Συμπλοκή]/əmpaɪər/
noun
1. An official at a baseball game
- synonym:
- umpire ,
- ump
1. Ένας αξιωματούχος σε ένα παιχνίδι μπέιζμπολ
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ ,
- πανεπιστήμιο
2. Someone chosen to judge and decide a disputed issue
- "The critic was considered to be an arbiter of modern literature"
- "The arbitrator's authority derived from the consent of the disputants"
- "An umpire was appointed to settle the tax case"
- synonym:
- arbiter ,
- arbitrator ,
- umpire
2. Κάποιος επέλεξε να κρίνει και να αποφασίσει ένα αμφισβητούμενο ζήτημα
- "Ο κριτικός θεωρήθηκε διαιτητής της σύγχρονης λογοτεχνίας"
- "Η εξουσία του διαιτητή προέρχεται από τη συγκατάθεση των διαφωνούντων"
- "Ένας διαιτητής διορίστηκε για να διευθετήσει τη φορολογική υπόθεση"
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ ,
- διαιτητής
verb
1. Be a referee or umpire in a sports competition
- synonym:
- referee ,
- umpire
1. Να είστε διαιτητής ή διαιτητής σε αθλητικό διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- διαιτητήσ