Translation meaning & definition of the word "ultraviolet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπεριώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ultraviolet
[Υπεριώδησ]/əltrəvaɪəlɪt/
noun
1. Radiation lying in the ultraviolet range
- Wave lengths shorter than light but longer than x rays
- synonym:
- ultraviolet ,
- ultraviolet radiation ,
- ultraviolet light ,
- ultraviolet illumination ,
- UV
1. Ακτινοβολία που βρίσκεται στην υπεριώδη περιοχή
- Μήκη κύματος μικρότερα από το φως αλλά μακρύτερα από τις ακτίνες χ
- συνώνυμο:
- υπεριώδης ,
- υπεριώδης ακτινοβολία ,
- υπεριώδες φως ,
- υπεριώδης φωτισμός ,
- ΥΒ
adjective
1. Having or employing wavelengths shorter than light but longer than x-rays
- Lying outside the visible spectrum at its violet end
- "Ultraviolet radiation"
- "An ultraviolet lamp"
- synonym:
- ultraviolet
1. Έχοντας ή χρησιμοποιώντας μήκη κύματος μικρότερα από το φως αλλά μακρύτερα από τις ακτίνες χ
- Βρίσκεται έξω από το ορατό φάσμα στο ιώδες άκρο του
- "Υπεριώδης ακτινοβολία"
- "Μια υπεριώδης λάμπα"
- συνώνυμο:
- υπεριώδης