Translation meaning & definition of the word "ultra" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ultra
[Υπερβολικά]/əltrə/
adjective
1. (used of opinions and actions) far beyond the norm
- "Extremist political views"
- "Radical opinions on education"
- "An ultra conservative"
- synonym:
- extremist ,
- radical ,
- ultra
1. (χρησιμοποιείται για απόψεις και ενέργειες) πολύ πέρα από τον κανόνα
- "Εξτρεμιστικές πολιτικές απόψεις"
- "Ριζοσπαστικές απόψεις για την εκπαίδευση"
- "Εξαιρετικά συντηρητικό"
- συνώνυμο:
- εξτρεμιστής ,
- ριζοσπαστικόσ ,
- εξαιρετικά