Translation meaning & definition of the word "ultimatum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολυτίματο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ultimatum
[Τελεσίγραφο]/əltəmetəm/
noun
1. A final peremptory demand
- synonym:
- ultimatum
1. Μια τελική απαιτητική απαίτηση
- συνώνυμο:
- τελεσίγραφο