Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ultimate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτελευταία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ultimate

[Απόλυτος]
/əltəmət/

noun

1. The finest or most superior quality of its kind

  • "The ultimate in luxury"
    synonym:
  • ultimate

1. Η καλύτερη ή πιο ανώτερη ποιότητα του είδους του

  • "Το απόλυτο στην πολυτέλεια"
    συνώνυμο:
  • απόλυτοσ

adjective

1. Furthest or highest in degree or order

  • Utmost or extreme
  • "The ultimate achievement"
  • "The ultimate question"
  • "Man's ultimate destiny"
  • "The ultimate insult"
  • "One's ultimate goal in life"
    synonym:
  • ultimate

1. Αυτόματα ή υψηλότερα σε βαθμό ή τάξη

  • Μέγιστο ή ακραίο
  • "Το απόλυτο επίτευγμα"
  • "Η τελική ερώτηση"
  • "Το απόλυτο πεπρωμένο του ανθρώπου"
  • "Η απόλυτη προσβολή"
  • "Ο απώτερος στόχος του ανθρώπου στη ζωή"
    συνώνυμο:
  • απόλυτοσ

2. Being the last or concluding element of a series

  • "The ultimate sonata of that opus"
  • "A distinction between the verb and noun senses of `conflict' is that in the verb the stress is on the ultimate (or last) syllable"
    synonym:
  • ultimate

2. Είναι το τελευταίο ή τελευταίο στοιχείο μιας σειράς

  • "Τα απόλυτα σονάτα αυτού του έργου"
  • "Μια διάκριση μεταξύ του ρήματος και των ουσιαστικών αισθήσεων της σύγκρουσης είναι ότι στο ρήμα το άγχος είναι στο απόλυτο ( συλλαβή"
    συνώνυμο:
  • απόλυτοσ

Examples of using

I don't need gold, I only seek the ultimate truth.
Δεν χρειάζομαι χρυσό, αναζητώ μόνο την απόλυτη αλήθεια.
Simplicity is the ultimate sophistication.
Η απλότητα είναι η απόλυτη πολυπλοκότητα.