Translation meaning & definition of the word "ultima" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολύτιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ultima
[Τελευταίο]/əltɪmə/
noun
1. The last syllable in a word
- synonym:
- ultima
1. Η τελευταία συλλαβή με μια λέξη
- συνώνυμο:
- τελεσίγραφο