Translation meaning & definition of the word "ulster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άλστερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ulster
[Ούλστερ]/əlstər/
noun
1. A historic division of ireland located in the northeastern part of the island
- Six of ulster's nine counties are in northern ireland
- synonym:
- Ulster
1. Μια ιστορική διαίρεση της ιρλανδίας που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού
- Έξι από τις εννέα κομητείες του ούλστερ βρίσκονται στη βόρεια ιρλανδία
- συνώνυμο:
- Ούλστερ
2. Loose long overcoat of heavy fabric
- Usually belted
- synonym:
- ulster
2. Χαλαρό μακρύ παλτό από βαρύ ύφασμα
- Συνήθως αναβοσβήνει
- συνώνυμο:
- ουλστερ