Translation meaning & definition of the word "ugliness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ugliness
[Ασχημία]/əglinəs/
noun
1. Qualities of appearance that do not give pleasure to the senses
- synonym:
- ugliness
1. Ιδιότητες εμφάνισης που δεν δίνουν ευχαρίστηση στις αισθήσεις
- συνώνυμο:
- ασχήμια
2. The quality of being wicked
- synonym:
- nefariousness ,
- wickedness ,
- vileness ,
- ugliness
2. Η ποιότητα του να είσαι κακός
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- κακία ,
- αχρειότητα ,
- ασχήμια