Translation meaning & definition of the word "tyre" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tyre
[Τύρο]/taɪr/
noun
1. A port in southern lebanon on the mediterranean sea
- Formerly a major phoenician seaport famous for silks
- synonym:
- Sur ,
- Tyre
1. Λιμάνι στο νότιο λίβανο στη μεσόγειο θάλασσα
- Παλαιότερα ένας μεγάλος φοινικικός λιμένας διάσημος για τα μετάξια
- συνώνυμο:
- Σουρ ,
- Τύρο
2. Hoop that covers a wheel
- "Automobile tires are usually made of rubber and filled with compressed air"
- synonym:
- tire ,
- tyre
2. Στεφάνη που καλύπτει έναν τροχό
- "Τα αυτοκινητικά ελαστικά είναι συνήθως κατασκευασμένα από καουτσούκ και γεμίζουν με πεπιεσμένο αέρα"
- συνώνυμο:
- ελαστικό