Translation meaning & definition of the word "tyrant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύραννος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tyrant
[Τύραννος]/taɪrənt/
noun
1. A cruel and oppressive dictator
- synonym:
- tyrant ,
- autocrat ,
- despot
1. Ένας απάνθρωπος και καταπιεστικός δικτάτορας
- συνώνυμο:
- τύραννος ,
- αυτοκράτορασ ,
- δεσπότης
2. In ancient greece, a ruler who had seized power without legal right to it
- synonym:
- tyrant
2. Στην αρχαία ελλάδα, ένας ηγεμόνας που είχε καταλάβει την εξουσία χωρίς νόμιμο δικαίωμα σε αυτήν
- συνώνυμο:
- τύραννος
3. Any person who exercises power in a cruel way
- "His father was a tyrant"
- synonym:
- tyrant
3. Κάθε άτομο που ασκεί την εξουσία με σκληρό τρόπο
- "Ο πατέρας του ήταν τύραννος"
- συνώνυμο:
- τύραννος