Translation meaning & definition of the word "typo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Typo
[Τύπος]/taɪpoʊ/
noun
1. A mistake in printed matter resulting from mechanical failures of some kind
- synonym:
- misprint ,
- erratum ,
- typographical error ,
- typo ,
- literal error ,
- literal
1. Ένα λάθος στην τυπωμένη ύλη που προκύπτει από μηχανικές βλάβες κάποιου είδους
- συνώνυμο:
- αποτύπωση ,
- ερατούμ ,
- τυπογραφικό σφάλμα ,
- τυπογραφία ,
- κυριολεκτικό σφάλμα ,
- κυριολεκτικά
Examples of using
It's a typo. Sorry.
Είναι ένα τυπογραφικό λάθος. Συγγνώμη.
It's a typo. Sorry.
Είναι ένα τυπογραφικό λάθος. Συγγνώμη.