Translation meaning & definition of the word "typist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυπικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Typist
[Τυπογράφοσ]/taɪpɪst/
noun
1. Someone paid to operate a typewriter
- synonym:
- typist
1. Κάποιος πλήρωσε για να χειριστεί μια γραφομηχανή
- συνώνυμο:
- τυπογράφοσ
Examples of using
She got a job as a typist.
Πήρε δουλειά ως δακτυλογράφος.