Translation meaning & definition of the word "typify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυποποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Typify
[Τυποποιώ]/tɪpəfaɪ/
verb
1. Embody the essential characteristics of or be a typical example of
- "The fugue typifies bach's style of composition"
- synonym:
- typify ,
- epitomize ,
- epitomise
1. Ενσωματώστε τα βασικά χαρακτηριστικά ή να είναι ένα τυπικό παράδειγμα
- "Η φούγκα χαρακτηρίζει το στυλ σύνθεσης του μπαχ"
- συνώνυμο:
- τυποποιώ ,
- συνοψίζω
2. Express indirectly by an image, form, or model
- Be a symbol
- "What does the statue of liberty symbolize?"
- synonym:
- typify ,
- symbolize ,
- symbolise ,
- stand for ,
- represent
2. Εκφράζεται έμμεσα από μια εικόνα, μορφή ή μοντέλο
- Γίνομαι σύμβολο
- "Τι συμβολίζει το άγαλμα της ελευθερίας?"
- συνώνυμο:
- τυποποιώ ,
- συμβολίζω ,
- υποστηρίζω ,
- αντιπροσωπεύω